μεταπλάθω

μεταπλάθω
μετάπλασα και μετέπλασα, μεταπλάστηκα, μεταπλασμένος, πλάθοντας μεταβάλλω κάτι, μετασχηματίζω με το πλάσιμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεταπλάθω — και ματαπλάθω και μεταπλάττω και μεταπλάσσω (ΑΜ μεταπλάττω, Α και μεταπλάσσω, Μ μέσ. και μεταπλάζομαι) πλάθω κάτι διαφορετικό, μεταβάλλω ή μετασχηματίζω κάτι, μετατρέπω κάτι πλάθοντάς το («μηδέν μεταπλάττων παύοιτο ἕκαστα εἰς ἅπαντα», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • μετάπλαση — η (ΑΜ μετάπλασις) [μεταπλάθω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μεταπλάθω, μετασχηματισμός, μεταποίηση, μεταμόρφωση 2. γραμμ. (για λέξεις και ονόματα) μεταπλασμός νεοελλ. φρ. (γεωπ.) «μετάπλαση εδάφους» εργασία η οποία γίνεται με σκοπό τη… …   Dictionary of Greek

  • μετ(α)- — και μεθ και ματα (ΑM μετ[α] , Α και μεται και πεδα ) α συνθετικό πολλών συνθέτων τής Ελληνικής το οποίο ανάγεται στην πρόθεση / προρρηματικό μετά. Εμφανίζεται και με τη μορφή μεθ όταν το φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται (πρβλ. μεθ εόρτια, μεθ… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάζομαι — (Μ) βλ. μεταπλάθω …   Dictionary of Greek

  • μεταπλάττω — (Α μεταπλάττω) (αττ. τ.) βλ. μεταπλάθω …   Dictionary of Greek

  • μεταπλασμός — ο (ΑΜ μεταπλασμός) [μεταπλάθω] 1. η μετάπλαση 2. γραμμ. ο σχηματισμός ονομάτων ή χρόνων τών ρημάτων από ανύπαρκτη ονομαστική ή από ανύπαρκτο ενεστώτα, π.χ. ἀλκὶ πεποιθώς (δοτ. ἀλκὶ από ανύπαρκτη ονομαστική ἄλξ*) με σιγουριά για την αλκή του, τη… …   Dictionary of Greek

  • μεταπλαστικός — ή, ό (Α μεταπλαστικός, ή, όν) [μεταπλάθω] νεοελλ. αυτός που επιφέρει ή προκαλεί μετάπλαση ή αυτός που έχει σχηματιστεί με μεταπλασμό αρχ. (για τύπους) (στους ποιητές) ο μεταβεβλημένος. επίρρ... μεταπλαστικώς και ά (Α μεταπλαστικῶς) με μεταπλασμό …   Dictionary of Greek

  • μεταπλαστός — ή, ό 1. αυτός που επιδέχεται μετάπλαση, ο μεταβλητός 2. γραμμ. φρ. «μεταπλαστά ονόματα» ονόματα τών οποίων το θέμα δεν διατηρείται σε όλους τους τύπους, αλλά μεταβάλλεται στις διάφορες πτώσεις, όπως, λ.χ. το γόνυ, τού γόνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • μετασταίνω — (Μ) 1. μεταβάλλω, μεταπλάθω 2. μετακινώ 3. απομακρύνω 4. μεταγγίζω 5. (το μέσ.) μετασταίνομαι α) αλλάζω θέση, απομακρύνομαι, μετακινούμαι β) γυρίζω ή στρέφομαι προς τα πίσω γ) γνωρίζω βελτίωση, αποκαθίσταμαι δ) αναστατώνομαι, ταράζομαι ε) πεθαίνω …   Dictionary of Greek

  • μεταστοιχειώ — μεταστοιχειῶ, όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω αρχ. μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω»… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”